- Χώροις
- Χώ̱ροις , Χῶροςa definite spacemasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωροῖς — χωρέω to be fond of dwelling in pres opt act 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώροις — χώ̱ροις , χῶρος a definite space masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въмѣститисѧ — ВЪМѢ|СТИТИСѦ (43), ЩОУСѦ, СТИТЬСѦ гл. 1.Уместиться, поместиться; вселиться: преславьно велиѥ како въмѣстисѩ. въ ѹтробѹ твою богъ. Стих 1156–1163, 106; то же Мин XII (июль), 116 об.; [о Христе] вьсе въ нѥмь въмѣстивъшеѥсѩ б҃жьствьноѥ си˫аниѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
σύναυλος — (I) και αττ. τ. ξύναυλος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό 2. (κατ επέκτ.) αρμονικός 3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ αυλος] … Dictionary of Greek